ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ- τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) < *Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική τού δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. τού ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < *Fιδ-εῖν). ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015
δάσκαλε, τ΄ είναι τούτο;: ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΟΜΜΑ
δάσκαλε, τ΄ είναι τούτο;: ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΟΜΜΑ: Κόμμα (,) (παυστικό σημείο στίξης: μικρότερο σε σχέση με την τελεία σταμάτημα της φωνής) βάζουμε στις εξής περιπτώσεις: 1. Όταν έχουμε ασ...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια
Φροντιστηριακός Ιστότοπος: Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια : ΚΕΙΜΕΝΟ Η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα στην οποία ζούμε είναι ένα διπρό...
-
ΓΥΝΑΙΚΑ – ΠΑΙΔΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΑ Ι. Μορφές παραβιάσεων · Υποτίμηση - αποκλεισμός από τη δημόσι...
-
Α. Η έννοια της προπαγάνδας · Με τον όρο προπαγάνδα εννοούμε κάθε συστηματική προσπάθεια διάδοσης ιδεών, αξιών, δογμάτων ή προ...
-
Έκθεση Β΄ Λυκείου: Ανεργία (συνέπειες, αίτια & τρόποι αντιμετώπισης) | Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη