ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ- τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) < *Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική τού δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. τού ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < *Fιδ-εῖν). ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
Δευτέρα 4 Μαΐου 2015
«Ελληνική γλώσσα: παρελθόν, παρόν και μέλλον» από το «Βήμα της Κυριακής»
«Ελληνική γλώσσα: παρελθόν, παρόν και μέλλον» από το «Βήμα της Κυριακής»: «Ελληνική γλώσσα: παρελθόν, παρόν και μέλλον» από το «Βήμα της Κυριακής»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια
Φροντιστηριακός Ιστότοπος: Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια : ΚΕΙΜΕΝΟ Η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα στην οποία ζούμε είναι ένα διπρό...
-
ΓΥΝΑΙΚΑ – ΠΑΙΔΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΑ Ι. Μορφές παραβιάσεων · Υποτίμηση - αποκλεισμός από τη δημόσι...
-
Α. Η έννοια της προπαγάνδας · Με τον όρο προπαγάνδα εννοούμε κάθε συστηματική προσπάθεια διάδοσης ιδεών, αξιών, δογμάτων ή προ...
-
Έκθεση Β΄ Λυκείου: Ανεργία (συνέπειες, αίτια & τρόποι αντιμετώπισης) | Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη