Η γλωσσική εκπαίδευση των μεταναστών
Δεν γνωρίζουμε - δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε -
τον ακριβή αριθμό των ξένων οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα Υπολογίζεται σε
800.000 μέχρι 1.000.000. Λιγότεροι ή περισσότεροι από τους αριθμούς αυτούς, οι
μετανάστες αποτελούν αναντίρρητα μια κρίσιμη μάζα της σύγχρονης ελληνικής
κοινωνίας σε ανθρώπινο, οικονομικό, κοινωνικό, πληθυσμιακό και εθνικό επίπεδο.
Παράλληλα, ένα άλλο επίπεδο, καθοριστικό για την όποια πολιτική στο ζήτημα των
οικονομικών μεταναστών, είναι το εκπαιδευτικό, με κύρια πλευρά τη γλωσσική
εκπαίδευση των μεταναστών. Συγκεκριμένα, πρέπει να μελετηθεί τι κάνει ήδη και
τι μπορεί να κάνει η Πολιτεία για να μάθουν ελληνικά οι χιλιάδες των μεταναστών
και τα παιδιά των μεταναστών, ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν ομαλά και
δημιουργικά στην ελληνική κοινωνία Βεβαίως, προϋπόθεση για οποιαδήποτε
συζήτηση περί γλωσσικής εκπαίδευσης των μεταναστών είναι ότι πρώτα η Πολιτεία
η ίδια θα αποφασίσει, με τα αρμόδια όργανά της και την πολιτική που εκείνη
έχει την ευθύνη να χαράξει, πόσους μετανάστες, ποιους, από ποιες χώρες και με
ποιους όρους κρίνει ότι μπορούν και πρέπει να ενταχθούν και να ζήσουν στην
Ελλάδα Αυτό που υποστηρίζουμε εδώ είναι ότι σ' αυτή την περίπτωση θα πρέπει να
ληφθεί μέριμνα με νομοθετική πρόβλεψη από την Πολιτεία πώς θα αντιμετωπιστεί
το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης των μεταναστών, όχι μόνο των ανηλίκων
(μαθητών σε σχολεία) αλλά και των ενηλίκων.
Θα άξιζε να αναφέρουμε εν
πρώτοις «το πρότυπο της Ολλανδίας», πώς αντιμετώπισαν οι Ολλανδοί το ζήτημα
τού να μάθουν οι μετανάστες τους τα ολλανδικά. Για τους μετανάστες που επίσημα
και νόμιμα γίνονται δεκτοί σ’ αυτή τη χώρα, έχει προβλεφθεί και εφαρμόζεται ένα
σύστημα υποχρεωτικής εκμάθησης της γλώσσας με ειδική διδασκαλία για ένα έτος.
Οι μετανάστες δεν επιτρέπεται να εργαστούν αν δεν περάσουν από αυτή την
υποχρεωτική εκπαίδευση στη γλώσσα, για την οποία και επιδοτούνται από το
κράτος, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν εντατικά και απερίσπαστα με τη γλώσσα
και να περάσουν μετά στο χώρο της εργασίας. Παράλληλα, τα παιδιά τους φοιτούν
στα σχολεία με ειδική βοήθεια στη γλωσσική τους κατάρτιση. Ο γράφων έχει
συνείδηση της περίφημης - και μονίμως απαγορευτικής - «ελληνικής
πραγματικότητας», που δε θα επέτρεπε να προτείνει κανείς το ολλανδικό μοντέλο,
αφού και οι όροι και η μορφή της μετανάστευσης στην Ελλάδα διαφέρουν σημαντικά.
Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι, αφού ξεκαθαρίσουν περισσότερο τα πράγματα από πλευράς
Πολιτείας, να αντιμετωπιστεί το ζήτημα πιο συστηματικά και με καλύτερα
αποτελέσματα για τους ίδιους τους μετανάστες και για τη χώρα όπου θα ζήσουν,
ώστε να αποφεύγονται ορισμένα παράπονα και κοινωνικοεκπαιδευτικά προβλήματα
που γεννώνται στις λεγόμενες «μεικτές τάξεις»των δημόσιων ελληνικών σχολείων,
όπου φοιτούν πολλά παιδιά οικονομικών μεταναστών (Αλβανάκια κυρίως, αλλά και
παιδιά Πολωνών, Βουλγάρων, Πακιστανών, Ρώσων, Κούρδων και άλλων).
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να
οργανωθούν ειδικά εντατικά μαθήματα γλώσσας (κατά επίπεδα γνώσης της γλώσσας)
για τα μεταναστόπουλα, προτού ενταχθούν στις κοινές τάξεις μαζί με τα παιδιά
που έχουν την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Αλλά και αφού ενταχθούν σε κοινές
τάξεις, πρέπει να συνεχιστεί - όπου χρειάζεται- με ενισχυτικά μαθήματα η
τόνωση της ελληνομάθειας αυτών των παιδιών. Έτσι δε θα υπάρχουν τα γνωστά -και
αναπόφευκτα σήμερα προβλήματα να υπάρχουν μέσα στην τάξη μαθητές δύο γλωσσικών
και, κατ’ επέκταση, δύο μαθησιακών ταχυτήτων, που εμποδίζουν το διδακτικό έργο
στα περισσότερα δημόσια σχολεία. Αλλιώς, και τα μεταναστόπουλα (μαζί με τα
όποια άλλα κοινωνικά, οικονομικά, οικογενειακά κτλ προβλήματα που έχουν) δεν
μπορούν να προχωρήσουν ομαλά στο σχολείο και τα Ελληνόπουλα παρεμποδίζονται σε
μια ποιοτική εκπαίδευση που δικαιούνται και που είναι ό,τι πιο σημαντικό πρέπει
να εξασφαλίσει γι’ αυτά η Πολιτεία.
Ανάλογη ειδική, ταχύρυθμη
γλωσσική εκπαίδευση πρέπει να οργανωθεί – με τη θέσπιση μάλιστα κάποιων
κινήτρων- για ενήλικους μετανάστες. Ειδικά καταρτισμένοι δάσκαλοι θα πρέπει να
εφαρμόσουν στη διδασκαλία των ενηλίκων την επικοινωνιακή μέθοδο και να τους
καταστήσουν ικανούς μέσα στο συντομότερο δυνατό χρόνο να χρησιμοποιούν τα
ελληνικά για καταστάσεις επικοινωνίας που χρειάζονται στην εργασία τους και
στην καθημερινή τους ζωή. Παράλληλα, να τους διδάξουν μέσα από τη γλώσσα
στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, των ανθρώπων και της χώρας όπου θα ζήσουν,
στοιχεία τα οποία έχουν ενσωματωθεί στη γλώσσα και είναι απαραίτητα για την
εκμάθηση και τη χρήση της.
Δεν έθιξα μέχρι τώρα τους
λόγους που επιβάλλουν τη γνώση της ελληνικής για τους μετανάστες στην Ελλάδα,
γιατί τους θεωρώ προφανείς. Είναι προφανές ότι αν η πολιτική της χώρας μας
είναι να δεχθεί και να εντάξει στον εθνικό και κοινωνικό κορμό της Ελλάδας
έναν αριθμό μεταναστών που εκείνη θα καθορίσει, η ομαλή λειτουργική και
ουσιαστική ένταξη των μεταναστών συνδέεται με μια σωστή γλωσσική εκπαίδευση.
Άτομα που δε μιλούν τη γλώσσα της χώρας όπου ζουν είναι καταδικασμένα στην
κοινωνική περιθωριοποίηση και στη συσπείρωσή τους μέσα σε αποκλεισμένες ομάδες
(γκέτο). Και δεν είναι μόνο η απόδοση στην εργασία και η εξέλιξη στο χώρο
δουλειάς που περιορίζεται από την άγνοια της γλώσσας, αλλά και η
παραβατικότητα που αυξάνεται λόγω της κοινωνικής περιθωριοποίησης, η οποία σε
μεγάλο βαθμό οφείλεται στη γλωσσική-επικοινωνιακή απομόνωση. Δεν είναι
υπερβολή να πούμε ότι η ένταξη και αξιοποίηση του δυναμικού των μεταναστών στη
χώρα μας περνάει αναγκαστικά μέσα από τη γλώσσα.
(Γ. Μπαμπινιώτης,
Το Βήμα, 23-12-2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου