Σάββατο 17 Μαΐου 2014

ΕΚΘΕΣΗ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ: ΓΛΩΣΣΑ, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ


Σημειώσεις για την ανάπτυξη του θέματος


Η γλώσσα είναι ένας κώδικας επικοινωνίας, αποτελούμενος από ένα κοινά συνομολογημένο (=συμφωνημένο) σύστημα τυποποιημένων συμβόλων, σημείων, ήχων ή κινήσεων, μέσω του οποίου οι άνθρωποι ανταλλάσσουν μηνύματα.

Η γλώσσα ως πολιτισμικό προϊόν
Ο έλλογος αρθρωμένος λόγος αποτελεί αποκλειστική ικανότητα του ανθρώπου. Όλα τα υπόλοιπα ζώα επικοινωνούν μέσω άναρθρων κραυγών, που εκφράζουν μηνύματα πρωτογενή και ενστικτώδη (πόνο, οργή, γενετήσιες ορμές κλπ.).
Αν όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα έλλογης σκέψης και έναρθρης ομιλίας, η αξιοποίησή της ωστόσο δεν είναι φύσει προδιαγεγραμμένη: αν ένας άνθρωπος εγκαταλειφθεί και μεγαλώσει στη ζούγκλα, μακριά από κάθε επικοινωνία με τον πολιτισμό, δε θα κατασκευάσει ποτέ όπλα ούτε θα αναπτύξει σύνθετη σκέψη ούτε θα αρθρώσει λόγο˙ θα παραμείνει για πάντα ένα ζώο, όμοιο με όλα τα άλλα.
Η γλώσσα είναι προϊόν του πολιτισμού. Οι καταβολές της εντοπίζονται στις πρωτόγονες κοινωνίες, όταν οι άνθρωποι, βασιζόμενοι στη εξελίξιμη νοητική τους ικανότητα, άρχισαν να αναπτύσσουν μεταξύ τους σχέσεις, που υπερέβαιναν τα όρια της αγέλης - με άλλα λόγια, όταν άρχισαν να σχηματίζουν πολιτισμό. Η γλώσσα αποτελεί έκφραση του κάθε φορά συγκεκριμένου ανθρώπινου πολιτισμού, που καταγράφει και προεκτείνει τις ευρύτερες κατακτήσεις του.

Διαφοροποιήσεις της γλώσσας
Όπως είναι λοιπόν φυσικό, η γλώσσα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις: κάθε τάξη ή τοπικός πληθυσμός, έθνος ή εθνοτική ομάδα[1], επάγγελμα ή πολιτικός χώρος, ακόμα και άτομα μεμονωμένα διατηρούν (ή ενδέχεται να διατηρούν) το δικό τους, διακριτό γλωσσικό κώδικα, που αποτυπώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Κάθε τοπική, ταξική, επαγγελματική ή πολιτική αργκό (= καθομιλουμένη) που απαντάται στα πλαίσια μίας εθνικής γλώσσας ονομάζεται διάλεκτος, ενώ ο ατομικός τρόπος έκφρασης του κάθε ατόμου ονομάζεται ιδιόλεκτος.

Η εθνική γλώσσα

Κατά το 15ο αιώνα, όταν άρχισαν να σχηματίζονται τα σημερινά έθνη, άρχισαν να διαμορφώνονται και οι πρώτες εθνικές γλώσσες. Επρόκειτο είτε για τεχνητές κατασκευές λογίων, που προσπαθούσαν να υπερβούν τη γλωσσική πολυδιάσπαση των νεότευκτων (=νεοσύστατων) χωρών τους μέσω της σύνταξης ενός επικοινωνιακού κώδικα υπέρτερου και αυστηρά οροθετημένου (όπως έγινε στην Ελλάδα με την καθαρεύουσα, που υπερέβη όλες τις τοπικές διαλέκτους), είτε για γλωσσικά ιδιώματα (ντοπιολαλιές) συγκεκριμένων περιοχών, που επιβάλλονταν πλέον ως «εθνικά» (π.χ. η πρώτη επίσημη γλώσσα της Ιταλίας ήταν εκείνη της Φλωρεντίας).
Η εθνική γλώσσα (ή αλλιώς, η «επίσημη γλώσσα») διδάσκεται στα σχολεία και, μαζί με τη σημαία, το στρατό και την εθνική ιστορία, αποτελεί τη βάση συνένωσης του έθνους. Χωρίς την ενιαία γλώσσα οι διάφοροι τοπικοί πληθυσμοί κάθε εθνικού κράτους θα αποτελούσαν μία γλωσσική Βαβέλ, που δύσκολα θα μπορούσε να αποκτήσει συναίσθηση των κοινών της καταβολών (εθνική συνείδηση). Μέσω (και) της εθνικής γλώσσας (που λειτουργεί τρόπον τινά ως «μέσος όρος») επιβεβαιώνεται η συλλογική πολιτισμική ταυτότητα κάθε έθνους και οι κάτοικοι μιας χώρας αποκτούν το αίσθημα του συνανήκειν.
Η εθνική γλώσσα, με όλες τις διαλέκτους της, κουβαλάει μέσα της την ιστορία του έθνους: είναι ο καμβάς, πάνω στον οποίο καταγράφονται όλες οι περιπέτειες και τα στάδια εξέλιξής του. Για παράδειγμα, στην ελληνική γλώσσα θα βρει κανείς επιβιώματα της αρχαίας Ελλάδας, της ρωμαϊκής εποχής, του Βυζαντίου, της Ενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και φυσικά όλων των νεότερων χρόνων. Η ουσιαστική γνωριμία των πολιτών ενός κράτους με τη γλώσσα τους (μέσα από γλωσσολογικά βιβλία και ετυμολογικά λεξικά) τους εξοικειώνει με την ιστορία του τόπου τους. Μαθαίνοντας να αναγνωρίζουν στην καθημερινή λαλιά τους τα σημάδια περασμένων εποχών, έρχονται σε επαφή με τις ρίζες τους και καταλαβαίνουν πως το σήμερα δεν είναι ξεκομμένο από το χτες.
Επίσης συνειδητοποιούν πως οι εθνικές γλώσσες (όπως, βέβαια, και όλες  οι διάλεκτοι) δεν είναι στατικές ή «καθαρές» αλλά δυναμικές και πολυσυλλεκτικές. Αποτελούν προϊόντα συγκερασμού (=ανάμειξης), πάντοτε εν εξελίξει, που, πέρα από ένα βασικό λεκτικό και φωνολογικό κορμό, περιλαμβάνουν δάνεια και αντιδάνεια από άλλες γλώσσες. Με έναν τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι γλώσσες «κρεολές», που έχουν προκύψει μέσα από μία ατέλειωτη σειρά επιμειξιών.
Στη σημερινή εποχή, ωστόσο, αυτό που συμβαίνει με την παγκοσμιοποίηση υπερβαίνει τα όρια των παραδοσιακών γλωσσικών ανταλλαγών: ο προωθούμενος τεχνοκρατικός πολιτισμός και η αγγλόφωνη μαζική κουλτούρα, που υιοθετείται και αντιγράφεται σε όλες τις γωνιές της γης μηχανικά, οδηγούν στη σταδιακή πτώχευση των κατά τόπους εθνικών γλωσσών, καθώς όλο και περισσότεροι γηγενείς όροι, που συνθέτουν το λεξιλογικό πλούτο της κάθε γλώσσας, αντικαθίστανται από έναν απλοποιημένο και ακρωτηριασμένο διεθνή κώδικα: logo αντί για λογότυπο, scanner αντί για σαρωτής, σκανάρω αντί για σαρώνω, εκσιτάρομαι αντί για εκστασιάζομαι, για να αναφερθούμε σε λίγες μόνο περιπτώσεις που αφορούν τα καθ’ ημάς.
Οι νεόκοπες αυτές λεκτικές μεταγραφές είναι φυσικό να χαρακτηρίζουν περισσότερο τα τεχνοκρατικά επαγγέλματα και ιδιαίτερα τους νέους (και ακόμα περισσότερο τους εφήβους), που είναι περισσότερο ευπρόσβλητοι στα κελεύσματα της μόδας. Μεγαλώνοντας σε ένα κόσμο καταναλωτικό, τεχνοκρατικό και αποϊδεολογικοποιημένο, χωρίς παραστάσεις και ερεθίσματα, που θα μπορούσαν να τους στρέψουν προς τον κόσμο του βιβλίου και της ευρύτερης μόρφωσης, οι νέοι υιοθετούν άκριτα ό,τι τους προβάλλεται από την τηλεόραση και τις διαφημίσεις, μαθαίνοντας σε μία σκέψη κωδική και υπεραπλουστευμένη.
Βεβαίως, το φαινόμενο αυτό δεν πρόκειται να οδηγήσει στην κατάλυση των εθνικών πολιτισμών ούτε στην αποσάθρωση των εθνικών γλωσσών. Ο εθνισμός και η ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα  κάθε έθνους είναι στοιχεία βαθιά ριζωμένα και δε μπορούν να εξαφανιστούν έτσι απλά. Οπουδήποτε υπάρχουν μαζικοί και συμπαγείς εθνικοί πληθυσμοί τα ήθη και τα έθιμά τους, πρωτίστως δε η γλώσσα τους, επιβιώνουν - έστω και παραφθαρμένα - στο διηνεκές. Κλασικό παράδειγμα ο υπόδουλος ελληνισμός, που, αν και παρέμεινε τετρακόσια χρόνια υπό οθωμανική κατοχή, χωρίς εθνική παιδεία και κρατική στήριξη, διατήρησε τη γλώσσα του και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του αλώβητες.
Το πρόβλημα που τίθεται σήμερα με τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό είναι άλλο: έχει να κάνει κυρίως με το γόητρο του κάθε έθνους και την αξιοπρέπειά του - ή αλλιώς, την περηφάνια του. Είναι, θα λέγαμε, ζήτημα αξιών, που άπτεται όμως και πολιτικών παραμέτρων. Ένας λαός που θέλει να εξασφαλίσει στη σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη κοινότητα το κύρος του και μία σημαίνουσα (=σημαντική) θέση πρέπει πρώτα απ’ όλα να μάθει να σέβεται τον εαυτό του και να προασπίζεται την πολιτισμική του ταυτότητα. Η αδιαφορία για τη γλώσσα και η μεταγραφή ξένων όρων που εκπαραθυρώνουν χωρίς λόγο τους γηγενείς είναι νοοτροπία εξευτελιστική και δουλοπρεπής, που εκχωρεί το δικαίωμα της ετερότητας (=διαφορετικότητας) και της πολιτισμικής αυτοδιάθεσης κάθε έθνους, οδηγώντας το στην εκφραστική και πολιτιστική υποτέλεια (=υποδούλωση).
Η εθνική γλώσσα, εκτός από φορέας μνήμης, αποτυπώνει και τον τρόπο που νοιώθει ένας λαός, που αντιλαμβάνεται τα πράγματα, που τα κατανοεί. Οι λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις και το συναισθηματικό βάρος που κατέχουν οι λέξεις σε μια γλώσσα δεν είναι πάντοτε δυνατόν να αποδοθούν στα ξένα. Για παράδειγμα, δε μπορεί να αποδοθεί στα Αγγλικά η ελληνική διάκριση μεταξύ Αμερικάνου και Αμερικανού (ο πρώτος όρος είναι πιο «ανάλαφρος»)˙ όπως επίσης δε μπορεί να αποδοθεί στα Ελληνικά η αγγλική διάκριση μεταξύ giggle και smile (δύο εκδοχές χαμόγελων, ανάλογα με την έκφραση που τα συνοδεύει). Η παραγνώριση του γλωσσικού πλούτου μιας χώρας και η υποκατάστασή του από μία τυποποιημένη και κουτσουρεμένη διεθνή Esperanto αφυδατώνει τον πληθυσμό της από τα εκφραστικά του μέσα και περιορίζει τα όρια της σκέψης του.
Αν η γλώσσα αποτελεί έκφραση της νόησης, η τελευταία ωστόσο δε μπορεί να απλωθεί χωρίς την πρώτη. Ένας άνθρωπος αμόρφωτος, που στερείται πλούσιου λεξιλογίου, δε μπορεί να αποτυπώσει, ίσως και να αισθανθεί περίτεχνα και λεπτά νοήματα.  Η λεξιπενία (=λεκτική φτώχεια), συνέκδοχο της διεθνούς καταναλωτικής αποχαύνωσης, συνοδεύεται πάντοτε και από πνευματική ένδεια (=φτώχεια). Η συνεχής λοιπόν υποβάθμιση μιας γλώσσας αποστραγγίζει το έθνος από τα πνευματικά του ερείσματα (=βάσεις) και του στερεί τη δυνατότητα να λειτουργεί ως συλλογικός παραγωγός κουλτούρας. Η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων μένει έρμαιη (=άβουλη, παρασυρόμενη) και αδαής, μακριά από κάθε γνώση και καλλιτεχνική δραστηριότητα, ενώ το χρέος της διαφύλαξης (=διατήρησης, διάσωσης) του γλωσσικού και πνευματικού θησαυρού να εναποτίθεται (=αφήνεται, τοποθετείται) στα χέρια μιας ολοένα και συρρικνούμενης μειοψηφίας, που μένει μόνη της και ενεή (=άφωνη, άναυδη) να αγναντεύει από ψηλά τη θάλασσα της άγνοιας.
Είναι χρέος όλων μας να αντισταθούμε. Η υποχώρηση της γλωσσικής ποικιλομορφίας του κόσμου προς χάριν μιας αμερικανόθρεφτης μονοφωνίας είναι φαινόμενο παρακμής, που αναιρεί κάθε έννοια ισότητας των εθνών. Η πραγματική παγκοσμιοποίηση προϋποθέτει εθνικές οντότητες, που θα στέκονται στη διεθνή αρένα με αξιοπρέπεια και αλληλοσεβασμό. Δεν εισηγούμαστε την επάνοδο σε έναν άκαμπτο και συντηρητικό γλωσσαμυντορισμό, σαν και ’κείνον που χαρακτήρισε την Ελλάδα την εποχή του γλωσσικού ζητήματος. Αυτό που λέμε είναι διαφύλαξη του γλωσσικού μας πλούτου μέσω της παιδείας, χωρίς αλαζονεία αλλά και χωρίς εκχωρήσεις, που θα αναγνωρίζει γόνιμες ανταλλαγές με τις υπόλοιπες γλώσσες αλλά θα αποστρέφεται τον άσκοπο πιθηκισμό.




[1]  Εθνοτικές ομάδες αποκαλούμε είτε τις εθνικές μειονότητες που ζουν στο εσωτερικό αλλοεθνών κρατών (βλ. στην Ελλάδα τους Βλάχους ή την τουρκική και την πομακική μειονότητα της δυτικής Θράκης) είτε τις διάφορες ομοεθνείς ομάδες, που διακρίνονται ωστόσο για ορισμένες πολιτισμικές ιδιαιτερότητές τους (π.χ. οι Κρήτες ή οι Σαρακατσάνοι). Στην πραγματικότητα κάθε έθνος συγκροτήθηκε ιστορικά από διάφορες εθνοτικές ομάδες (εθνότητες), που στη συνέχεια εξομοιώθηκαν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια

Φροντιστηριακός Ιστότοπος: Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια : ΚΕΙΜΕΝΟ Η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα στην οποία ζούμε είναι ένα διπρό...