Σάββατο 10 Μαΐου 2014

ΕΚΘΕΣΗ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ: ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ, ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ




Α. Ιστορία

Η ιστορία της θανατικής ποινής ξεκινάει από πολύ παλιά. Όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί (μεταξύ αυτών και ο ελλαδικός) την είχαν υιοθετήσει ως οργανικό κομμάτι της νομοθεσίας τους. Απηχώντας τα πρωτογενή, ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου, σύμφωνα με τα οποία η βία αντιμετωπίζεται με βία, είχε εισαχθεί ως μέσο προάσπισης της κρατικής εξουσίας αλλά και διευθέτησης ιδιωτικών υποθέσεων. Πολλές φορές (ανάλογα τον πολιτισμό και την εποχή) επιβαλλόταν ακόμα και για ασήμαντα αδικήματα (π.χ. μοιχεία), ενώ ο τρόπος εκτέλεσής της ποίκιλε (υπήρχε ο λιθοβολισμός, η κατακρήμνιση, ο ξιφισμός, ο εντοιχισμός, ο ενταφιασμός, ο τεμαχισμός, ο ανασκολοπισμός, η σταύρωση, η παράδοση στα θηρία κ.ά.).
Στη θεοκρατική μεσαιωνική Δύση η θανατική ποινή αποτέλεσε το θεμελιωδέστερο μέσο κολασμού (πρβλ. Ιερά Εξέταση), ενώ το Βυζάντιο την υιοθέτησε σε μικρότερη κλίμακα (επινοώντας ωστόσο ένα νέο τρόπο εξόντωσης: τον βρασμό!). Η Αναγέννηση, παρά το ουμανιστικό της πνεύμα, δεν κατάφερε να καταργήσει την «εσχάτη των ποινών». Παρόλα αυτά, έθεσε κάποιους νομικούς περιορισμούς, ενώ, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες των διανοουμένων, τα βασανιστήρια περιορίστηκαν. 
Κατά το 17ο αι. η θανατική ποινή εξακολουθούσε να επιβάλλεται μαζικά και ανεπιφύλακτα. Ο διάσημος Γερμανός ποινικολόγος Carpozow υπερηφανευόταν πως στη διάρκεια των 46χρονης σταδιοδρομίας του είχε καταδικάσει σε θάνατο 20.000 ανθρώπους. Από την πλευρά του, ο Γάλλος Boguet είχε οδηγήσει στην πυρά άλλους 700, με την κατηγορία του αιρετικού ή του μάγου.
Η πρώτη φορά που αρθρώθηκε συγκροτημένος λόγος ενάντια στη θανατική ποινή ήταν το 1762, από τον Ιταλό φιλόσοφο Τσεζάρε Μπεκαρία. Στο έργο του «Περί εγκλημάτων και Ποινών», ο Διαφωτιστής ανατροπέας υποστήριξε πως στόχος των ποινών δε θα έπρεπε να είναι η τιμωρία αλλά ο σωφρονισμός. Η θανατική ποινή, σύμφωνα με το Μπεκαρία, αποτελούσε «κηρυγμένο πόλεμο του έθνους κατά του πολίτη» και, όντας άχρηστη και ανήθικη, έπρεπε να καταργηθεί.
Η απόψεις του Μπεκαρία βρήκαν άμεση απήχηση σε πολλές χώρες και το 1786 η Τοσκάνη κατάργησε τη θανατική ποινή. Στις 30 Μαΐου 1791 ο Ροβεσπιέρος χαρακτήριζε ενώπιον της Συνέλευσης τη θανατική ποινή «δικαστική δολοφονία», που έδινε τη δυνατότητα στην εξουσία να εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ωστόσο, παρόλες τις αντιδράσεις, η θανατική καταδίκη επιβίωσε, γνωρίζοντας την εποχή της λευκής τρομοκρατίας νέες ημέρες δόξας, οπότε πολιτικοί αντιφρονούντες οδηγούνταν στις λαιμητόμους κατά χιλιάδες. Στην Αγγλία, το διάστημα 1820-1826 απαγχονίστηκαν συνολικά 7.656 άνθρωποι (ανάμεσά τους κλέφτες αλόγων, ζωοκτόνοι και μικρολωποδύτες).
Στη σημερινή εποχή η θανατική ποινή έχει καταργηθεί ή αδρανοποιηθεί στα περισσότερα κράτη, ενώ εξακολουθεί να ισχύει σε πολιτείες των ΗΠΑ, την Κίνα, την Κούβα, το Ιράν και γενικά σε όλα τα δικτατορικά καθεστώτα, όπως επίσης και σε ορισμένα δημοκρατικά κράτη της Αφρικής. Στην Ελλάδα καταργήθηκε πρόσφατα, μέσα από μια ειδική νομοθετική ρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και μέχρι πρότινος εξακολουθούσε να υπάρχει τυπικά, ωστόσο είχε πάψει να επιβάλλεται, έχοντας αντικατασταθεί από την αντίστοιχη των ισοβίων. Η τελευταία δημόσια εκτέλεση ήταν εκείνη του εμπρηστή Λυμπέρη, το 1972, ενώ η τελευταία φορά που επιβλήθηκε (κατ’ όνομα) η θανατική ποινή ήταν το 1975, στη δίκη των συνταγματαρχών. Σε προηγούμενες περιόδους είχε αξιοποιηθεί κατά κόρον, κυρίως εναντίον των ληστών και των πολιτικών αντιφρονούντων (πρβλ. τη «Δίκη των Εξ», το 1923 ή τις μαζικές εκτελέσεις κομμουνιστών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου και της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου (1946-1952)).

Β. Επιχειρήματα των υπέρμαχων της θανατικής ποινής

1.      Επιτυγχάνει τον παραδειγματισμό και αποτρέπει αποτελεσματικά τη διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων.
2.      Αποδίδει δικαιοσύνη (σύμφωνα πάντα με τη Μωσαϊκή εντολή «οφθαλμός αντί οφθαλμού»), ικανοποιώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα και, πρώτα απ’ όλα, τους ίδιους τους συγγενείς των αδικοχαμένων θυμάτων
3.      Απαλλάσσει τους έντιμους φορολογούμενους από την υποχρέωση να πληρώνουν, ώστε να συντηρούνται στις φυλακές «ανθρωπόμορφα κτήνη»
4.      Ορισμένοι εγκληματίες παρουσιάζουν μια τέτοια προσκόλληση στην κτηνωδία, ώστε είναι αδύνατο να ανανήψουν ποτέ. Στην περίπτωσή τους, κάθε απόπειρα σωφρονισμού πέφτει εκ των πραγμάτων στο κενό. Οπότε, το μόνο μέτρο που μπορεί να ληφθεί για την προστασία της κοινωνίας είναι η θανατική τους καταδίκη.
5.      Αναβαθμίζει το κύρος της πολιτείας, αφού προστατεύει με δραστικά μέτρα τους πολίτες. Διαμορφώνει αίσθημα ασφάλειας, αφού υπερασπίζεται με τον πιο δραστικό τρόπο το δικαίωμα της ζωής των πολλών.
6.      Το ανεπανόρθωτο της θανατικής ποινής είναι παραπλανητικό επιχείρημα. Στην ουσία, κάθε ποινή πέραν της χρηματικής είναι ανεπανόρθωτη. Ποιος αποζημιώνει άραγε τα χρόνια εγκλεισμού που έχει υποστεί κάποιος, όταν αποδεικνύεται η αθωότητά του χρόνια αργότερα; Και ποιος έχει το θάρρος να ισχυριστεί πως θα έπρεπε να καταργηθεί και η ίδια η ποινή της φυλάκισης, μόνο και μόνο εξαιτίας της πιθανότητας λάθους; Κατά τον ίδιο τρόπο, η πιθανότητα άδικης εκτέλεσης κάποιου εξαιτίας δικαστικής πλάνης δεν αναιρεί την αναγκαιότητα της ίδιας της ποινής. 


Γ. Επιχειρήματα των πολέμιων της θανατικής ποινής

1.      Η αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής δεν έχει αποδειχθεί. Στις χώρες όπου ισχύει, δεν έχουν περιοριστεί τα ειδεχθή και στυγνά εγκλήματα. Αντίθετα, διαπράττονται καθημερινά σε αμείωτους ρυθμούς (πρβλ. ΗΠΑ)
2.      Όπως έχει αποδειχτεί, η ποινή των ισοβίων μπορεί να προστατεύσει την κοινωνία από επικίνδυνους κακοποιούς σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με όλες τις στατιστικές, οι περιπτώσεις εγκληματικής υποτροπής πρώην ισοβιτών που αποφυλακίζονται ύστερα από δεκαετίες εγκλεισμού είναι ελάχιστες και αφορούν κυρίως μικρά εγκλήματα (όχι δολοφονίες).
3.      Η θανατική ποινή αποτελεί από κάθε άποψη ένα προμελετημένο έγκλημα της πολιτείας, που αποβλέπει στην εκδίκηση και όχι στο σωφρονισμό. Μέσω της επιβολής της ποινής του θανάτου η πολιτεία εξομοιώνεται με το δολοφόνο, επιδεικνύοντας απέναντι στην αξία της ανθρώπινης ζωής την ίδια αδιαφορία και στερώντας τη με την ίδια στυγνότητα.
4.      Η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια αποτελούν αυταξίες, μεγέθη απόλυτα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τις αφαιρέσει - ούτε και η πολιτεία! Δεν είναι δυνατόν στη σημερινή εποχή άνθρωποι, ανεξάρτητα του τι έχουν κάνει, να υποβάλλονται στο ψυχολογικό βασανιστήριο της αναμονής του θανάτου και στη μαρτυρική βίωσή του πάνω σε ηλεκτρικές καρέκλες ή μέσα σε θαλάμους αερίων, έχοντας τα ψυχρά βλέμματα των κρατικών λειτουργών και των οργισμένων συγγενών των θυμάτων τους στραμμένα πάνω τους. Ο εθισμός μιας κοινωνίας στο έγκλημα, η διαιώνιση του θεσμού του δήμιου, που, αποενοχοποιημένος και αμείλικτος, εκτελεί το ανυπεράσπιστο θύμα του μπροστά στον αιμοδιψή και εκδικητικό όχλο, καλλιεργεί μία κουλτούρα κοινωνικού κανιβαλισμού.
5.      Η ζωή δεν είναι αντίθεση άσπρου-μαύρου και η κοινωνία δε χωρίζεται σε «καλούς» και «κακούς». Ένας στυγερός δολοφόνος, προτού δολοφονηθεί, θα πρέπει να εξεταστούν οι συνθήκες που τον έκαναν αυτό που είναι. Στις ΗΠΑ οι περισσότερες εκτελέσεις αφορούν άτομα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και ιδιαίτερα μέλη των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων (μαύρους και ισπανόφωνους). Μία ηθικιστική λογική, που παραβλέπει τις συνθήκες ζωής που επικρατούν στα γκέτο και αντιμετωπίζει αυτούς τους εγκληματίες γενικά κι αόριστα ως «παρανοϊκά κτήνη», υποκρύπτει τάσεις ολοκληρωτισμού.
6.      Πέραν όμως της ανθρωπιστικής πλευράς, υπάρχει και το καθαρά τεχνικό ζήτημα. Σε περίπτωση δικαστικής πλάνης ένας άνθρωπος μπορεί να εκτελεστεί, ενώ είναι αθώος. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και στο βαθμό που η αθωότητά του αποδειχτεί κάποια χρόνια αργότερα, το σφάλμα της δικαιοσύνης δε μπορεί να ανακληθεί (ενώ, αν είχε κλειστεί στη φυλακή, θα μπορούσε να απελευθερωθεί και να του δοθεί μία σεβαστή χρηματική αποζημίωση).
7.      Επίσης, η θανατική ποινή επιτρέπει στο κράτος να γιγαντώνει την εξουσία του επί των πολιτών, χρησιμοποιώντας τη μάλιστα ενίοτε και ως μέσο πολιτικής τρομοκράτησης (πρβλ. ελληνικό Εμφύλιο).

Δ. Προτάσεις

1.      Οποιαδήποτε ποινή, όσο σκληρή κι αν είναι, δε μπορεί να εξαλείψει το έγκλημα. Όσο θα υπάρχουν νόμοι (ακόμα και στην ίδια τη φύση) θα υπάρχουν και παραβάτες, που είναι αδύνατον να εκλείψουν. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να εξαλειφθούν οι λόγοι που οδηγούν στην έξαρση της εγκληματικότητας: η φτώχεια, η αμάθεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση. Στο βαθμό που θα οξύνονται τα κοινωνικά προβλήματα, τα φαινόμενα βίας και παραβατικότητας θα εντείνονται. Και η απάντηση δε μπορεί να είναι ο ολοκληρωτισμός και η κρατική κτηνωδία, αλλά η πρόληψη μέσω της δικαιότερης αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου (αυξήσεις μισθών, αναβάθμιση βιοτικού επιπέδου, υιοθέτηση πολιτικών στήριξης και απασχόλησης κ.ά.) και της παιδείας.
2.      Για τα ιδιαζόντως ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα, η ποινή των ισοβίων επαρκεί. Η θανατική ποινή οφείλει να καταργηθεί.
3.      Εκσυγχρονισμός του σωφρονιστικού συστήματος, βελτίωση των όρων ζωής των κρατουμένων. Στόχος: η κοινωνική τους επανένταξη, όχι η εξόντωσή τους
4.      Οι διανοούμενοι, τα Μ.Μ.Ε. και η παιδεία πρέπει να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο γύρω από το ζήτημα και να του εμφυσήσουν τα ιδεώδη της δημοκρατίας, του ελέους και της ανεκτικότητας. Όσο οξυμένα και αν είναι τα κοινωνικά φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας, το δημοκρατικό πνεύμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα οφείλουν να διαφυλαχθούν. Δεν είναι δυνατόν, ύστερα από τόσα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί κατά καιρούς στο όνομα της δικαιοσύνης, να διολισθαίνουμε σε μία φασίζουσα λογική, χωρίζοντας την κοινωνία σε «ευυπόληπτους πολίτες» και σε «παράσιτα», που οφείλουν να εξαλειφθούν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια

Φροντιστηριακός Ιστότοπος: Διαγώνισμα Α΄ Λυκείου: Γλωσσομάθεια : ΚΕΙΜΕΝΟ Η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα στην οποία ζούμε είναι ένα διπρό...